τυμβοῦχος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τυμβοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]), αυτός που κατοικεί μέσα σε τάφο, [[νεκρικός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τυμβοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]), αυτός που κατοικεί μέσα σε τάφο, [[νεκρικός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τυμβοῦχος:''' могильный ([[Κήρ]] Anth.).
}}
}}