περισοβέω: Difference between revisions

3b
(6)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περισοβέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i> ·<br /><b class="num">I.</b> [[περιφέρω]], [[περισοβέω]] [[ποτήριον]], [[δίνω]] σε κύκλο το [[ποτήρι]] μου με το [[κρασί]], σε Μένανδρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρέχω]] βιαστικά γύρω από, <i>τὰςπόλεις</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''περισοβέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i> ·<br /><b class="num">I.</b> [[περιφέρω]], [[περισοβέω]] [[ποτήριον]], [[δίνω]] σε κύκλο το [[ποτήρι]] μου με το [[κρασί]], σε Μένανδρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρέχω]] βιαστικά γύρω από, <i>τὰςπόλεις</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''περισοβέω:''' <b class="num">1)</b> пускать вкруговую: ἐς τοὺς ἄλλους περιεσοβεῖτο ἡ [[κύλιξ]] Luc. чаша шла вкруговую от одних к другим;<br /><b class="num">2)</b> идти вкруговую (περισοβεῖ [[ποτήριον]] ἀκράτου Men.);<br /><b class="num">3)</b> обходить (τὰς πόλεις Arph.).
}}
}}