ἀτασθάλλω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτασθάλλω:''' μόνο σε μτχ. ενεστ., [[ενεργώ]] αλαζονικά, με [[υπεροψία]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀτασθάλλω:''' μόνο σε μτχ. ενεστ., [[ενεργώ]] αλαζονικά, με [[υπεροψία]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτασθάλλω:''' (только part. praes.) поступать нечестиво, чинить беззакония Hom.
}}
}}