εὐθύδικος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐθύδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), αυτός που δικάζει δίκαια, σε Αισχύλ., Ανθ.
|lsmtext='''εὐθύδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), αυτός που δικάζει δίκαια, σε Αισχύλ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθύδῐκος:''' правосудный, справедливый ([[οἶκοι]] Aesch.).
}}
}}