παρά: Difference between revisions

9,336 bytes added ,  31 December 2018
3b
(5)
(3b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰρά:''' [ρᾰ], Επικ. και Λυρ. [[παραί]] και συντετμ. παρ, πρόθ. με γεν., δοτ. και αιτ.· [[κυρίως]] σημαίνει [[κίνηση]] δίπλα σε [[κάτι]].<br /><b class="num">Α.</b> ΜΕ ΓΕΝ.:<br /><b class="num">I.</b> από την [[πλευρά]] όπου, από δίπλα, από, [[φάσγανον]] ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μυροῦ, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κυρίως]] λέγεται για ανθρώπους, ἦλθε πὰρ [[Διός]], στο ίδ.· [[ἀγγελίη]] ἥκει παρὰ βασιλῆος, σε Ηρόδ.· ὁ [[παρά]] τινος ἥκων, ο [[αγγελιοφόρος]] του, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που προέρχεται από κάποιον άνθρωπο, [[γίγνεσθαι]] [[παρά]] τινος, γεννιέμαι απ' αυτόν, σε Πλάτ.· όταν ακολουθεί ουσ. μπορεί να προστεθεί μια μτχ., ἡ παρὰ [[τῶν]] ἀνθρώπων [[δόξα]], [[δόξα]] δοσμένη από τους ανθρώπους, στον ίδ.· τὸπαρ' [[ἐμοῦ]] [[ἀδίκημα]], που έχω προκαλέσει εγώ, σε Ξεν.· παρ' [[ἑαυτοῦ]] διδόναι, [[δίνω]] από τα δικά μου, δηλ. από δικά μου χρήματα ή με δικά μου έξοδα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με ρήματα που δηλώνουν [[αποδοχή]] ή [[λήψη]], [[τυχεῖν]] τινος [[παρά]] τινος, σε Ομήρ. Οδ.· εὑρέσθαι τι [[παρά]] τινος, σε Ισοκρ.· <i>δέχεσθαι</i>, λαμβάνειν τι [[παρά]] τινος, σε Θουκ.· <i>μανθάνειν</i>, ἀκούειν [[παρά]] τινος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> με Παθ. ρήματα, από την [[πλευρά]] κάποιου, εκ μέρους κάποιου (όπως το [[ὑπό]]· όχι στον [[ευθύ]] λόγο), παρὰ [[θεῶν]] δίδοταί ή <i>σημαίνεταί τι</i>, σε Πλάτ.· τὰ [[παρά]] τινος λεγόμενα ή <i>συμβουλευόμενα</i>, σε Ξεν.· [[φάρμακον]] [[πιεῖν]] παρὰ τοῦ ἰατροῦ, σύμφωνα με τη [[συνταγή]] του, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> στα ποιητικά [[κείμενα]], αντί <i>παρὰ</i> με δοτ., κοντά, δίπλα, <i>πὰρ Σαλαμῖνος</i>, σε Πίνδ.· <i>πὰρ Κυανεᾶν σπιλάδων</i>, σε Σοφ.· <i>παρ' Ἰσμηνοῦ ῥείθρων</i>, στον ίδ. <b>Β.</b> ΜΕ ΔΟΤ.: [[πλησίον]], δίπλα, κοντά, με ρήματα που δηλώνουν [[στάση]]· χρησιμοποιείται για να απαντήσει στην [[ερώτηση]] «πού»;<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[τόπο]], <i>ἧσθαι πὰρ πυρί</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἑστάναι]] παρ' [[ὄχεσφιν]], σε Ομήρ. Ιλ.· πὰρ [[ποσσί]], στα πόδια κάποιου, στο ίδ.· <i>παρὰ ῥηγμῖνι θαλάσσης</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, <i>κεῖτοπαρὰ μνηστῇ ἀλόχῳ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[στῆναι]] [[παρά]] τινι, [[στέκομαι]] κοντά σ' αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το Λατ. [[apud]], Γαλλ. chez, στο [[σπίτι]] κάποιου, μένειν [[παρά]] τινι, στο ίδ.· οἱ παρ' [[ἡμῖν]] ἄνθρωποι, οι άνθρωποι εδώ (κοντά μας), σε Πλάτ.· ἡπαρ' [[ἡμῖν]] [[πολιτεία]], σε Δημ.· όπως το Λατ. [[apud]] αντί [[penes]], στα χέρια κάποιου, <i>ἔχειν παρ' ἑωϋτῷ</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> Λατ. [[coram]], [[μπροστά]] σε, ενώπιον, <i>ἤειδε παρὰ μνηστῆρσιν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[πριν]] από τη [[δίκη]], σε Ηρόδ., Αττ.· παρ' [[ἐμοί]], Λατ. me judice, σε Ηρόδ.· <i>εὐδοκιμεῖν</i>, [[μέγα]] δύνασθαι, τιμᾶσθαι [[παρά]] τινι, με κάποιον, σε Πλάτ. <b>Γ.</b> ΜΕ ΑΙΤ.: δίπλα από [[κάτι]] ή με [[κίνηση]] παράλληλη προς αυτό.<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[τόπο]],<br /><b class="num">1.</b> με ρήματα κίνησης, <i>βῆ παρὰ θῖνα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>παρ' Ἥφαιστον</i>, στον θάλαμό του, σε Θουκ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με ρήματα στάσεως, [[πλησίον]], κοντά, σε, <i>κεῖται ποταμοῖο παρ' ὄχθας</i>, βρίσκεται στις όχθες του ποταμού, σε Ομήρ. Ιλ.· παρ' ἔμ' [[ἵστασο]], έλα και στάσου δίπλα μου, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με ρήματα που δηλώνουν [[πλήγμα]] ή τραυματισμό, [[βάλε]] [[στῆθος]] παρὰ μαζόν, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰχμὴ δ' [[ἐξεσύθη]] παρὰ ἀνθερεῶνα, στο ίδ. <b>4. α)</b> με ρήματα που δηλώνουν [[πέρασμα]] κοντά από [[κάπου]], σε Όμηρ.· <i>παρὰ τὴν Βαβυλῶνα παριέναι</i>, σε Ξεν. <b>β)</b> <i>πὰρ δύναμιν</i>, πάνω από τη [[δύναμη]] κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ. <b>γ)</b> αντίθετα προς, [[εναντίον]], <i>παρὰ μοῖραν</i>, ενάντια στη [[μοίρα]], σε Όμηρ.· <i>παρ' αἶσαν</i>, παρὰ [[τὰς]] σπονδάς, σε Θουκ.· παρὰ [[δόξαν]], αντίθετα με τη [[γνώμη]], στον ίδ.· <i>παρ' ἐλπίδας</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> [[πλην]], [[εκτός]], <i>οὐκ ἔστι παρὰ ταῦτ' ἄλλα</i>, πέρα απ' αυτό δεν υπάρχει [[τίποτε]] [[άλλο]], σε Αριστοφ.· παρὰ ἐν [[πάλαισμα]] ἔδραμε [[νικᾶν]] Ὀλυμπιάδα, θα κέρδιζε το Ολυμπιακό [[βραβείο]] [[παρά]] ένα [[αγώνισμα]], την [[πάλη]], δηλ. ήταν κοντά στο να το κερδίσει, σε Ηρόδ.· ομοίως, παρὰ [[ὀλίγον]], [[περίπου]], για λίγο, σε Ευρ.· <i>παρ' ἐλάχιστον ἦλθε ἀφελέσεσθαι</i>, έφτασε στο ύστατο [[σημείο]] να φύγει, σε Θουκ.· <i>παρὰτοσοῦτον ἦλθε κινδύνου</i>, έφτασε [[πολύ]] κοντά στον κίνδυνο, δηλ. ο [[κίνδυνος]] ήταν εξαιρετικά [[άμεσος]], στον ίδ.· αντίθ. προς αυτές τις φράσεις είναι το παρὰ [[πολύ]], [[πολύ]] [[μακριά]], δεινότατον παρὰ [[πολύ]], σε Αριστοφ.· παρὰ πολὺ [[νικᾶν]], σε Θουκ.· αλλὰ<br /><b class="num">6.</b> παρὰ [[ὀλίγον]] ποιεῖσθαι, <i>ἡγεῖσθαι</i>, [[θεωρώ]] [[κάτι]] ανάξιο λόγου, κάνω [[κάτι]] ασήμαντο, σε Ξεν.· παρ' [[οὐδέν]] ἐστι, λογίζεται ως [[τίποτα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">7.</b> με τη [[σημασία]] της εναλλαγής, <i>παρ' ἡμέραν</i> ή παρ' [[ἦμαρ]], Δωρ. παρ' [[ἆμαρ]], [[μέρα]] με τη [[μέρα]], σε Πίνδ., Σοφ.· <i>πληγὴ παρὰ πληγήν</i>, [[χτύπημα]] ως [[ανταπόδοση]] χτυπήματος, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">8.</b> με τη [[σημασία]] της σύγκρισης, παρὰ τὰ ἄλλα ζῷα [[ὥσπερ]] θεοί οἱ ἄνθρωποι βιοτεύουσι, οι άνθρωποι —σε [[αντίθεση]] με τα υπόλοιπα ζώα— ζουν όπως οι θεοί, σε Ξεν.· <i>χειμὼν μείζω παρὰ τὴν καθεστηκυῖαν ὥραν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">9.</b> μεταφ., λέγεται για να δηλώσει [[εξάρτηση]], εξαιτίας, [[ένεκα]], παρὰ τὴν [[ἑαυτοῦ]] ἀμέλειαν, στον ίδ.· παρὰ [[τοῦτο]] γέγονε, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για χρόνο, καθόλη τη [[διάρκεια]], κατά τη [[διάρκεια]], <i>παρὰ τὴν ζόην</i>, σε Ηρόδ.· <i>παρὰ πάντα τὸν χρόνον</i>, σε Δημ.· παρὰ [[ποτόν]], [[καθώς]] έπιναν, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> κατά τη [[στιγμή]] όπου, <i>παρ' αὐτὰ τἀδικήματα</i>, Λατ. flagrante delicto, σε Δημ. <b>Δ.</b> ΘΕΣΗ: το <i>παρὰ</i> μπορεί να ακολουθεί το ουσ. σε όλες τις πτώσεις, [[αλλά]] [[έπειτα]] γίνεται με [[αναστροφή]] [[πάρα]]. <b>Ε.</b> ΑΝΑΣΤΡΟΦΗ: το [[πάρα]] επίσης τίθεται αντί [[πάρεστι]] και <i>πάρεισι</i>. <b>ΣΤ.</b> ΑΠΟΛΥΤΟ: [[παρά]] ως επίρρ., κοντά, μαζί, [[πλησίον]], σε Όμηρ. <b>Ζ.</b> ΣΤΑ ΣΥΝΘ.,<br /><b class="num">I.</b> παράλληλα με, δίπλα, <i>παράλληλοι</i>, [[παραπλέω]].<br /><b class="num">II.</b> προς το [[μέρος]], σε, προς, [[παραδίδωμι]], [[παρέχω]].<br /><b class="num">III.</b> κοντά σε κάποιο [[μέρος]], δίπλα, [[παρέρχομαι]], [[παρατρέχω]].<br /><b class="num">III.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> πέρα από, δηλ. εσφαλμένα, [[λάθος]], [[παραβαίνω]], [[παρακρούω]].<br /><b class="num">2.</b> ως [[σύγκριση]], [[παραβάλλω]], [[παρατίθημι]].<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[μεταβολή]], [[παραλλάσσω]], [[παράφημι]].
|lsmtext='''πᾰρά:''' [ρᾰ], Επικ. και Λυρ. [[παραί]] και συντετμ. παρ, πρόθ. με γεν., δοτ. και αιτ.· [[κυρίως]] σημαίνει [[κίνηση]] δίπλα σε [[κάτι]].<br /><b class="num">Α.</b> ΜΕ ΓΕΝ.:<br /><b class="num">I.</b> από την [[πλευρά]] όπου, από δίπλα, από, [[φάσγανον]] ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μυροῦ, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κυρίως]] λέγεται για ανθρώπους, ἦλθε πὰρ [[Διός]], στο ίδ.· [[ἀγγελίη]] ἥκει παρὰ βασιλῆος, σε Ηρόδ.· ὁ [[παρά]] τινος ἥκων, ο [[αγγελιοφόρος]] του, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που προέρχεται από κάποιον άνθρωπο, [[γίγνεσθαι]] [[παρά]] τινος, γεννιέμαι απ' αυτόν, σε Πλάτ.· όταν ακολουθεί ουσ. μπορεί να προστεθεί μια μτχ., ἡ παρὰ [[τῶν]] ἀνθρώπων [[δόξα]], [[δόξα]] δοσμένη από τους ανθρώπους, στον ίδ.· τὸπαρ' [[ἐμοῦ]] [[ἀδίκημα]], που έχω προκαλέσει εγώ, σε Ξεν.· παρ' [[ἑαυτοῦ]] διδόναι, [[δίνω]] από τα δικά μου, δηλ. από δικά μου χρήματα ή με δικά μου έξοδα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με ρήματα που δηλώνουν [[αποδοχή]] ή [[λήψη]], [[τυχεῖν]] τινος [[παρά]] τινος, σε Ομήρ. Οδ.· εὑρέσθαι τι [[παρά]] τινος, σε Ισοκρ.· <i>δέχεσθαι</i>, λαμβάνειν τι [[παρά]] τινος, σε Θουκ.· <i>μανθάνειν</i>, ἀκούειν [[παρά]] τινος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> με Παθ. ρήματα, από την [[πλευρά]] κάποιου, εκ μέρους κάποιου (όπως το [[ὑπό]]· όχι στον [[ευθύ]] λόγο), παρὰ [[θεῶν]] δίδοταί ή <i>σημαίνεταί τι</i>, σε Πλάτ.· τὰ [[παρά]] τινος λεγόμενα ή <i>συμβουλευόμενα</i>, σε Ξεν.· [[φάρμακον]] [[πιεῖν]] παρὰ τοῦ ἰατροῦ, σύμφωνα με τη [[συνταγή]] του, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> στα ποιητικά [[κείμενα]], αντί <i>παρὰ</i> με δοτ., κοντά, δίπλα, <i>πὰρ Σαλαμῖνος</i>, σε Πίνδ.· <i>πὰρ Κυανεᾶν σπιλάδων</i>, σε Σοφ.· <i>παρ' Ἰσμηνοῦ ῥείθρων</i>, στον ίδ. <b>Β.</b> ΜΕ ΔΟΤ.: [[πλησίον]], δίπλα, κοντά, με ρήματα που δηλώνουν [[στάση]]· χρησιμοποιείται για να απαντήσει στην [[ερώτηση]] «πού»;<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[τόπο]], <i>ἧσθαι πὰρ πυρί</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἑστάναι]] παρ' [[ὄχεσφιν]], σε Ομήρ. Ιλ.· πὰρ [[ποσσί]], στα πόδια κάποιου, στο ίδ.· <i>παρὰ ῥηγμῖνι θαλάσσης</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, <i>κεῖτοπαρὰ μνηστῇ ἀλόχῳ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[στῆναι]] [[παρά]] τινι, [[στέκομαι]] κοντά σ' αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το Λατ. [[apud]], Γαλλ. chez, στο [[σπίτι]] κάποιου, μένειν [[παρά]] τινι, στο ίδ.· οἱ παρ' [[ἡμῖν]] ἄνθρωποι, οι άνθρωποι εδώ (κοντά μας), σε Πλάτ.· ἡπαρ' [[ἡμῖν]] [[πολιτεία]], σε Δημ.· όπως το Λατ. [[apud]] αντί [[penes]], στα χέρια κάποιου, <i>ἔχειν παρ' ἑωϋτῷ</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> Λατ. [[coram]], [[μπροστά]] σε, ενώπιον, <i>ἤειδε παρὰ μνηστῆρσιν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[πριν]] από τη [[δίκη]], σε Ηρόδ., Αττ.· παρ' [[ἐμοί]], Λατ. me judice, σε Ηρόδ.· <i>εὐδοκιμεῖν</i>, [[μέγα]] δύνασθαι, τιμᾶσθαι [[παρά]] τινι, με κάποιον, σε Πλάτ. <b>Γ.</b> ΜΕ ΑΙΤ.: δίπλα από [[κάτι]] ή με [[κίνηση]] παράλληλη προς αυτό.<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[τόπο]],<br /><b class="num">1.</b> με ρήματα κίνησης, <i>βῆ παρὰ θῖνα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>παρ' Ἥφαιστον</i>, στον θάλαμό του, σε Θουκ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με ρήματα στάσεως, [[πλησίον]], κοντά, σε, <i>κεῖται ποταμοῖο παρ' ὄχθας</i>, βρίσκεται στις όχθες του ποταμού, σε Ομήρ. Ιλ.· παρ' ἔμ' [[ἵστασο]], έλα και στάσου δίπλα μου, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με ρήματα που δηλώνουν [[πλήγμα]] ή τραυματισμό, [[βάλε]] [[στῆθος]] παρὰ μαζόν, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰχμὴ δ' [[ἐξεσύθη]] παρὰ ἀνθερεῶνα, στο ίδ. <b>4. α)</b> με ρήματα που δηλώνουν [[πέρασμα]] κοντά από [[κάπου]], σε Όμηρ.· <i>παρὰ τὴν Βαβυλῶνα παριέναι</i>, σε Ξεν. <b>β)</b> <i>πὰρ δύναμιν</i>, πάνω από τη [[δύναμη]] κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ. <b>γ)</b> αντίθετα προς, [[εναντίον]], <i>παρὰ μοῖραν</i>, ενάντια στη [[μοίρα]], σε Όμηρ.· <i>παρ' αἶσαν</i>, παρὰ [[τὰς]] σπονδάς, σε Θουκ.· παρὰ [[δόξαν]], αντίθετα με τη [[γνώμη]], στον ίδ.· <i>παρ' ἐλπίδας</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> [[πλην]], [[εκτός]], <i>οὐκ ἔστι παρὰ ταῦτ' ἄλλα</i>, πέρα απ' αυτό δεν υπάρχει [[τίποτε]] [[άλλο]], σε Αριστοφ.· παρὰ ἐν [[πάλαισμα]] ἔδραμε [[νικᾶν]] Ὀλυμπιάδα, θα κέρδιζε το Ολυμπιακό [[βραβείο]] [[παρά]] ένα [[αγώνισμα]], την [[πάλη]], δηλ. ήταν κοντά στο να το κερδίσει, σε Ηρόδ.· ομοίως, παρὰ [[ὀλίγον]], [[περίπου]], για λίγο, σε Ευρ.· <i>παρ' ἐλάχιστον ἦλθε ἀφελέσεσθαι</i>, έφτασε στο ύστατο [[σημείο]] να φύγει, σε Θουκ.· <i>παρὰτοσοῦτον ἦλθε κινδύνου</i>, έφτασε [[πολύ]] κοντά στον κίνδυνο, δηλ. ο [[κίνδυνος]] ήταν εξαιρετικά [[άμεσος]], στον ίδ.· αντίθ. προς αυτές τις φράσεις είναι το παρὰ [[πολύ]], [[πολύ]] [[μακριά]], δεινότατον παρὰ [[πολύ]], σε Αριστοφ.· παρὰ πολὺ [[νικᾶν]], σε Θουκ.· αλλὰ<br /><b class="num">6.</b> παρὰ [[ὀλίγον]] ποιεῖσθαι, <i>ἡγεῖσθαι</i>, [[θεωρώ]] [[κάτι]] ανάξιο λόγου, κάνω [[κάτι]] ασήμαντο, σε Ξεν.· παρ' [[οὐδέν]] ἐστι, λογίζεται ως [[τίποτα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">7.</b> με τη [[σημασία]] της εναλλαγής, <i>παρ' ἡμέραν</i> ή παρ' [[ἦμαρ]], Δωρ. παρ' [[ἆμαρ]], [[μέρα]] με τη [[μέρα]], σε Πίνδ., Σοφ.· <i>πληγὴ παρὰ πληγήν</i>, [[χτύπημα]] ως [[ανταπόδοση]] χτυπήματος, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">8.</b> με τη [[σημασία]] της σύγκρισης, παρὰ τὰ ἄλλα ζῷα [[ὥσπερ]] θεοί οἱ ἄνθρωποι βιοτεύουσι, οι άνθρωποι —σε [[αντίθεση]] με τα υπόλοιπα ζώα— ζουν όπως οι θεοί, σε Ξεν.· <i>χειμὼν μείζω παρὰ τὴν καθεστηκυῖαν ὥραν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">9.</b> μεταφ., λέγεται για να δηλώσει [[εξάρτηση]], εξαιτίας, [[ένεκα]], παρὰ τὴν [[ἑαυτοῦ]] ἀμέλειαν, στον ίδ.· παρὰ [[τοῦτο]] γέγονε, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για χρόνο, καθόλη τη [[διάρκεια]], κατά τη [[διάρκεια]], <i>παρὰ τὴν ζόην</i>, σε Ηρόδ.· <i>παρὰ πάντα τὸν χρόνον</i>, σε Δημ.· παρὰ [[ποτόν]], [[καθώς]] έπιναν, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> κατά τη [[στιγμή]] όπου, <i>παρ' αὐτὰ τἀδικήματα</i>, Λατ. flagrante delicto, σε Δημ. <b>Δ.</b> ΘΕΣΗ: το <i>παρὰ</i> μπορεί να ακολουθεί το ουσ. σε όλες τις πτώσεις, [[αλλά]] [[έπειτα]] γίνεται με [[αναστροφή]] [[πάρα]]. <b>Ε.</b> ΑΝΑΣΤΡΟΦΗ: το [[πάρα]] επίσης τίθεται αντί [[πάρεστι]] και <i>πάρεισι</i>. <b>ΣΤ.</b> ΑΠΟΛΥΤΟ: [[παρά]] ως επίρρ., κοντά, μαζί, [[πλησίον]], σε Όμηρ. <b>Ζ.</b> ΣΤΑ ΣΥΝΘ.,<br /><b class="num">I.</b> παράλληλα με, δίπλα, <i>παράλληλοι</i>, [[παραπλέω]].<br /><b class="num">II.</b> προς το [[μέρος]], σε, προς, [[παραδίδωμι]], [[παρέχω]].<br /><b class="num">III.</b> κοντά σε κάποιο [[μέρος]], δίπλα, [[παρέρχομαι]], [[παρατρέχω]].<br /><b class="num">III.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> πέρα από, δηλ. εσφαλμένα, [[λάθος]], [[παραβαίνω]], [[παρακρούω]].<br /><b class="num">2.</b> ως [[σύγκριση]], [[παραβάλλω]], [[παρατίθημι]].<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[μεταβολή]], [[παραλλάσσω]], [[παράφημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰρά:''' <b class="num">II</b> эп.-поэт. [[παραί|πᾰραί]] и πάρ (см. [[παρά]] I)<br /><b class="num">1)</b> praep. [[cum]] gen.: 1.1) от, со стороны: παρὰ [[νηῶν]] или [[ναῦφιν]] ἀπονοστήσειν Hom. вернуться от кораблей; [[ἐλθεῖν]] [[παρά]] τινος Hom. прийти от (лица) кого-л.; τὰ παρὰ βασιλέως ἀπαγγεῖλαι Xen. объявить условия от имени царя; ὁ παρ᾽ [[ἐμοῦ]] Xen. мой посланец; δέχεσθαί τι [[παρά]] τινος Thuc. получить что-л. от (у) кого-л.; νόστοιο [[τυχεῖν]] [[παρά]] τινος Hom. получить возможность возвращения (на родину) благодаря кому-л.; λαμβάνειν τι [[παρά]] τινος Xen., Soph.; брать (отнимать) что-л. у кого-л.; ἀκούειν (μανθάνειν, πυνθάνεσθαι) [[παρά]] τινος Her. слышать (узнавать) от кого-л.; πρίασθαί τι [[παρά]] τινος Hom. покупать что-л. у кого-л.; παρ᾽ αὑτου τι εὑρίσκειν Plat. самому изобрести что-л.; παρ᾽ [[ἐμαυτοῦ]] οὐδὲν αὐτῶν ἐννενόηκα Plat. сам от себя я ничего из этого не придумал (бы); παρ᾽ ἑωϋτοῦ [[διδόναι]] Her. (вы)давать из собственных средств; νόμον [[θεῖναι]] [[παρά]] τινος Plat. провести закон по чьему-л. указанию; τῆς [[παρά]] τινος εὐνοίας ἐπιμελεῖσθαι Xen. стараться заручиться чьим-л. расположением; 1.2) в знач. лат. a(b) при abl. auctoris: τὰ παρὰ σοῦ λεγόμενα Xen. сказанное тобою; ἡ παρ᾽ ἐκείνου [[τιμωρία]] Xen. исходящее от него взыскание, т. е. налагаемое им взыскание; παρὰ πάντων ὁμολογεῖται Xen. всеми признается; ἡ παρὰ τῶν ἀνθρώπων [[δόξα]] Plat. людская молва, общественное мнение; 1.3) рядом с, возле, близ, у: παρ᾽ Ἰσμηνοῦ ῥείθρων Soph. у вод (реки) Исмена; παρὰ Κυανεᾶν σπιλάδων Soph. близ Кианейских скал;<br /><b class="num">2)</b> praep. [[cum]] dat.: 2.1) рядом, при, у ([[παρά]] τινι μένειν, [[στῆναι]] и κεῖσθαι Hom.): παρὰ θύρῃσιν Hom. у ворот, перед домом; δαίνυσθαι παρ᾽ ἀλόχῳ καὶ τέκεσσιν Hom. обедать (сидя) рядом с женой и детьми; [[παρά]] τινι [[μέγα]] δύνασθαι Plat. обладать большой властью над кем-л. или пользоваться большим авторитетом у кого-л.; παρ᾽ ἑωυτοῖσι Her., παρ᾽ ἑαυτῷ Xen. у себя (на родине или дома); παρ᾽ ἑαυτῷ [[γενέσθαι]] Plut. прийти в себя; 2.2) к: φοιτᾶν [[παρά]] τινι Plut., Luc.; приходить к кому-л., посещать кого-л.; 2.3) перед (лицом), в присутствии, при (παρὰ τῷ βασιλεῖ Her.; παρὰ δικασταῖς Thuc.): παρὰ Δαρείῳ κριτῇ Her. по суждению Дария; 2.4) в течение, во время (παρὰ τυραννίδι Pind.): παρὰ τοῖς ἐμφυλίοις πολέμοις Plut. во время междоусобных войн; 2.5) (для обозначения принадлежности): οἱ παρ᾽ [[ἐμοί]] Xen. мои (близкие, родные или слуги); οἱ παρ᾽ [[ἡμῖν]] ἄνθρωποι Plat. наши соотечественники или современники; τὰ παρ᾽ [[ἐμοί]] Xen. мои дела (обстоятельства, условия, средства); ἡ παρ᾽ [[ἡμῖν]] [[πολιτεία]] Dem. наше государство; ὁ παρ᾽ [[αὐτῷ]] [[βίοτος]] Soph. своя собственная жизнь;<br /><b class="num">3)</b> praep. [[cum]] acc.: 3.1) (по направлению) к ([[ἴμεν]] παρὰ [[νῆας]] Hom.; πέμπειν τινὰ [[παρά]] τινα Xen.): ἡ [[παρά]] τινα [[εἴσοδος]] Xen. доступ к кому-л.; παρ᾽ ἀσπίδα Xen. в направлении щита, т. е. в левую сторону, влево; 3.2) у, при, близ: παρὰ τὴν ὁδόν Xen. у или близ дороги; παρὰ τὴν θάλατταν Plat. у (на берегу) моря; ἡ παρὰ θάλασσαν [[Μακεδονία]] Thuc. приморская Македония; παρ᾽ [[ὄμμα]] Eur. перед глазами; 3.3) вдоль, мимо: παρὰ [[θῖνα]] θαλάσσης Hom. вдоль морского берега; παρὰ τὴν Βαβυλῶνα παριέναι Xen. миновать Вавилон; 3.4) в течение, во время (παρὰ πάντα τὸν βίον Plat.): παρὰ πότον Xen. во время попойки; παρὰ τὴν κύλικα Plut. за бокалом (вина); 3.5) в минуту, в момент: παρὰ τὰ [[δεινά]] Plut. в минуту опасности; παρ᾽ αὐτὰ τἀδικήματα Dem. в самый момент преступления; παρ᾽ ἕκαστον και [[ἔργον]] καὶ λόγον Plat. по поводу каждого действия и (каждого) слова; 3.6) наряду с, по сравнению с, в сопоставлении с (οὐδὲν φαίνεσθαι [[παρά]] τι Her.): παρὰ τὰ ἄλλα ζῷα Xen. по сравнению с другими живыми существами; παρὰ τὰ ἐκ τοῦ πρὶν χρόνου Thuc. по сравнению с тем, что было раньше; 3.7) (для выражения количества или степени): παρ᾽ [[ὀλίγον]] ποιεῖσθαί τινα Xen. невысоко ставить кого-л.; παρ᾽ οὐδὲν ἄγειν τι Soph. не придавать никакого значения чему-л.; παρ᾽ [[ὅσον]] Luc. (настолько) насколько; παρὰ τοσοῦτον Thuc. вот насколько, вот до чего; 3.8) (для выражения повторяемости или чередования): παρ᾽ [[ἦμαρ]] Soph., παρ᾽ ἑκάστην ἡμέραν Plat., Xen.; изо дня в день, день ото дня; παρ᾽ ἐνιαυτόν Plut. из года в год; παρὰ μῆνα [[τρίτον]] Arst. каждый третий месяц, т. е. раз в три месяца; πληγὴν παρὰ πληγήν Arph. удар за ударом; ἓν παρ᾽ ἕν Plut. одно за другим; 3.9) в соответствии с, на основании, по: ὀνομάζειν τι παρ᾽ ὃ βουλόμεθα Plat. называть что-л. так, как мы хотим; οὐ παρὰ ταῦτ᾽ ἐστιν (sc. τὸ [[κοινόν]]) Isocr. не от этого зависит общественное благо; 3.10) вследствие, из-за (παρὰ τὴν ἀμέλειαν Thuc.; μὴ παρὰ ἀποδειλίασιν, ἀλλὰ παρὰ εὐλάβειαν Polyb.); 3.11) за исключением, кроме, помимо (παρὰ [[πέντε]] [[ναῦς]] Thuc.; παρὰ πάντα [[ταῦτα]] ἕτερόν τι Plat.): οὐκ [[ἔστι]] παρὰ ταῦτ᾽ ἄλλα Arph. ничего кроме этого невозможно, т. е. иначе нельзя; ἀεὶ παρ᾽ [[ὀλίγον]] ἢ διέφευγον ἢ ἀπώλλυντο Thuc. (афинские войска) были постоянно на волосок то от спасения, то от гибели; παρ᾽ [[ὀλίγον]] ἀπέφυγες ὄλεθρον Eur. ты едва избежал гибели; παρὰ [[τρεῖς]] ψήφους Dem. так как не хватало трех голосов; 3.12) против, вопреки, сверх: πὰρ δύναμιν Hom. сверх (своей) возможности; παρὰ μοῖραν Hom. вразрез с обычаями; παρ᾽ ἐλπίδα Aesch., или παρὰ [[δόξαν]] Plat. против ожидания; παρὰ τὰ σοὶ δοκοῦντα Plat. вопреки тому, что тебе желательно; παρὰ τὰς σπονδάς Xen. в нарушение перемирия; παρὰ [[νοῦν]] θροεῖν Soph. говорить безрассудно; παρὰ τὴν ἑωυτῶν φύσιν Her. наперекор их собственному характеру.
}}
}}