ἀνεκτέος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεκτέος:''' -ον, ρημ. επίθ. του <i>ἀνέχομαι</i>, αυτός που πρέπει να υποφερθεί, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀνεκτέος:''' -ον, ρημ. επίθ. του <i>ἀνέχομαι</i>, αυτός που πρέπει να υποφερθεί, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεκτέος:''' adj. verb. к [[ἀνέχω]].
}}
}}