βαρύψυχος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύψῡχος:''' -ον ([[ψυχή]]), [[βαρύθυμος]], αποκαρδιωμένος, απελπισμένος, σε Σοφ.
|lsmtext='''βᾰρύψῡχος:''' -ον ([[ψυχή]]), [[βαρύθυμος]], αποκαρδιωμένος, απελπισμένος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαρύψῡχος:''' павший духом, малодушный ([[ἀνήρ]] Soph.).
}}
}}