λόχιος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λόχιος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στον τοκετό, [[λόχια]] νοσήματα, [[λοχεία]], [[κλίνη]] τοκετού, σε Ευρ.· <i>ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Λοχία</i>, <i>ἡ</i>, επίθ. της Άρτεμης <i>Εἰλειθυίας</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[λόχια]], <i>τά</i>, [[γέννηση]], [[γέννα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λόχιος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στον τοκετό, [[λόχια]] νοσήματα, [[λοχεία]], [[κλίνη]] τοκετού, σε Ευρ.· <i>ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Λοχία</i>, <i>ἡ</i>, επίθ. της Άρτεμης <i>Εἰλειθυίας</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[λόχια]], <i>τά</i>, [[γέννηση]], [[γέννα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λόχιος:''' <b class="num">1)</b> связанный с разрешением от бремени, родовой (νοσήματα Eur.; ἄλγη Anth.);<br /><b class="num">2)</b> помогающий при родах, разрешающий от бремени ([[Ἄρτεμις]] Eur.).
}}
}}