δυσπαλής: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπᾰλής:''' -ές ([[πάλη]]), [[δύσκολος]] στο να παλέψει [[κάποιος]] μαζί του, [[ακατανίκητος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δυσπᾰλής:''' -ές ([[πάλη]]), [[δύσκολος]] στο να παλέψει [[κάποιος]] μαζί του, [[ακατανίκητος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπᾰλής:''' <b class="num">1)</b> Aesch. = [[δυσπάλαιστος]];<br /><b class="num">2)</b> крайне трудный Pind.
}}
}}