ὀρεινός: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρεινός:''' -ή, -όν ([[ὄρος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ορεινός]], [[λοφώδης]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που κατοικεί στα βουνά, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''ὀρεινός:''' -ή, -όν ([[ὄρος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ορεινός]], [[λοφώδης]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που κατοικεί στα βουνά, σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεινός:''' <b class="num">1)</b> гористый ([[χώρη]] Her.; [[Ἀρκαδία]] Arst., [[γῄδιον]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> обитающий в горах, горный ([[Θρᾷκες]] Thuc.; αἰγίθαλος Arst.);<br /><b class="num">3)</b> свойственный горцам: τὸ ὀρεινὸν τῆς φύσεως Plat. характер или нрав жителя гор.
}}
}}