κισσάω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κισσάω:''' Αττ. κιττ-, μέλ. <i>-ήσω</i>, έχω όρεξη για περίεργο [[φαγητό]], λέγεται για εγκύους· μεταφ., <i>κ. τῆς εἰρήνης</i>, σε Αριστοφ.· με απαρ., [[επιθυμώ]] να κάνω [[κάτι]], στον ίδ.
|lsmtext='''κισσάω:''' Αττ. κιττ-, μέλ. <i>-ήσω</i>, έχω όρεξη για περίεργο [[φαγητό]], λέγεται για εγκύους· μεταφ., <i>κ. τῆς εἰρήνης</i>, σε Αριστοφ.· με απαρ., [[επιθυμώ]] να κάνω [[κάτι]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κισσάω:''' атт. [[κιττάω]]<br /><b class="num">1)</b> страстно желать (τινος и ποιεῖν τι Arph.);<br /><b class="num">2)</b> (о беременных женщинах) иметь странные прихоти Arst., Plut.
}}
}}