δυσκαταγώνιστος: Difference between revisions

2
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσκαταγώνιστος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα καταβάλλεσαι σε αγώνα<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[επιχείρημα]]) αυτός που δύσκολα αναιρείται ή ανασκευάζεται.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσκαταγώνιστος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα καταβάλλεσαι σε αγώνα<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[επιχείρημα]]) αυτός που δύσκολα αναιρείται ή ανασκευάζεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκαταγώνιστος:''' трудно одолимый ([[δύσμαχος]] καὶ δ. Polyb.; τῇ βίᾳ Diod.).
}}
}}