3,274,175
edits
(8) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και γιννός, ο (Α [[γίννος]] και γῑνος). <b>νεοελλ.</b> [[γόνος]] αρσενικού ίππου και θηλυκής όνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υποτιθέμενος [[γόνος]] ημιόνου και θηλυκής όνου<br /><b>2.</b> [[μικρόσωμος]] [[ημίονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν να συνδέεται με τον μεταγενέστερο τ. [[ίννος]], ενώ άλλοι δεν αποκλείουν κάποια [[σχέση]] με το ρ. [[γίγνομαι]] / [[γίνομαι]]. | |mltxt=και γιννός, ο (Α [[γίννος]] και γῑνος). <b>νεοελλ.</b> [[γόνος]] αρσενικού ίππου και θηλυκής όνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υποτιθέμενος [[γόνος]] ημιόνου και θηλυκής όνου<br /><b>2.</b> [[μικρόσωμος]] [[ημίονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν να συνδέεται με τον μεταγενέστερο τ. [[ίννος]], ενώ άλλοι δεν αποκλείουν κάποια [[σχέση]] με το ρ. [[γίγνομαι]] / [[γίνομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γίννος:''' ὁ, v. l. [[γῖννος]], γιννός, γῖνος, [[ἵννος]], [[ἴννος]] и др. увечный или больной мул (γ. ἐστὶ [[ἡμίονος]] [[ἀνάπηρος]] Arst.). | |||
}} | }} |