ἀναστέφω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναστέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στεφανώνω]], [[κρᾶτα]], σε Ευρ. — Παθ., ἀνέστεμμαι [[κάρα]] φύλλοις, έχω στεφανωμένο το [[κεφάλι]] μου με φύλλα, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀναστέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στεφανώνω]], [[κρᾶτα]], σε Ευρ. — Παθ., ἀνέστεμμαι [[κάρα]] φύλλοις, έχω στεφανωμένο το [[κεφάλι]] μου με φύλλα, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναστέφω:''' <b class="num">1)</b> увенчивать, венчать (τὸν κρᾶτά τινος Eur.; τοὺς νικῶντας σελίνοις Plut.);<br /><b class="num">2)</b> увивать, обвивать (τὰς θύρας [[δάφνη]] Plut.): [[κλάδος]] ἐλαίας ἐρίῳ ἀνεστεμμένος Plut. масличная ветвь, перевитая шерстью.
}}
}}