ἐμπέραμος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπέρᾰμος:''' -ον, = [[ἔμπειρος]], [[επιδέξιος]], [[έμπειρος]], [[ικανός]] στη [[χρήση]] ενός πράγματος, με γεν., σε Ανθ.· επίσης, ἐμπείρᾰμος, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐμπέρᾰμος:''' -ον, = [[ἔμπειρος]], [[επιδέξιος]], [[έμπειρος]], [[ικανός]] στη [[χρήση]] ενός πράγματος, με γεν., σε Ανθ.· επίσης, ἐμπείρᾰμος, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπέρᾰμος:''' Anth. = [[ἐμπείραμος]].
}}
}}