δειπνοφόρος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δειπνοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά προσφορές κρεάτων, σε Πλούτ.
|lsmtext='''δειπνοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά προσφορές κρεάτων, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δειπνοφόρος:''' приносящий пищу (птенцам) ([[φήνη]] Arst.).
}}
}}