3,274,921
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δουπήτωρ:''' -ορος, ὁ, αυτός που παράγει γδούπο, κρότο, σε Ανθ. | |lsmtext='''δουπήτωρ:''' -ορος, ὁ, αυτός που παράγει γδούπο, κρότο, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δουπήτωρ:''' ορος adj. m гудящий, гремящий ([[χαλκός]] Anth.). | |||
}} | }} |