δουπήτωρ: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δουπήτωρ:''' -ορος, ὁ, αυτός που παράγει γδούπο, κρότο, σε Ανθ.
|lsmtext='''δουπήτωρ:''' -ορος, ὁ, αυτός που παράγει γδούπο, κρότο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δουπήτωρ:''' ορος adj. m гудящий, гремящий ([[χαλκός]] Anth.).
}}
}}