τρωτός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρωτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[τιτρώσκω]], αυτός τον οποίο δύναται [[κάποιος]] να τραυματίσει, [[τρωτός]], [[ευπρόσβλητος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
|lsmtext='''τρωτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[τιτρώσκω]], αυτός τον οποίο δύναται [[κάποιος]] να τραυματίσει, [[τρωτός]], [[ευπρόσβλητος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρωτός:''' [[τιτρώσκω]] ранимый, уязвимый ([[χρώς]] Hom.; [[δέμας]] Eur.; [[ἄνδρες]] Xen.).
}}
}}