μέρμερος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέρμερος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που προκαλεί [[ανησυχία]], [[βλαπτικός]], [[καταστροφικός]], <i>μέρμερα μητίσασθαι</i>, [[συλλογίζομαι]] τις καταστροφές, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μέρμερα ῥέζειν</i>, στο ίδ.· <i>πολέμοιο μ. ἔργα</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ανήσυχος]], [[δύστροπος]], [[σκυθρωπός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''μέρμερος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που προκαλεί [[ανησυχία]], [[βλαπτικός]], [[καταστροφικός]], <i>μέρμερα μητίσασθαι</i>, [[συλλογίζομαι]] τις καταστροφές, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μέρμερα ῥέζειν</i>, στο ίδ.· <i>πολέμοιο μ. ἔργα</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ανήσυχος]], [[δύστροπος]], [[σκυθρωπός]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέρμερος:''' <b class="num">1)</b> тяжелый, трудный (ἔργα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> ужасный, страшный (ἔργα γυναικῶν Hes.; [[κακόν]] Eur.; [[ἥρως]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> (о людях) тягостный, невыносимый, назойливый Plat.;<br /><b class="num">4)</b> ловкий, хитрый: μέρμερον [[χρῆμα]] Plut. хитрая тварь (о лисе).
}}
}}