διφάσιος: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διφάσιος:''' [ᾰ], -α, -ον, = [[διπλάσιος]]·<br /><b class="num">I.</b> [[διττός]], [[διπλός]], [[διπλάσιος]], Λατ. [[bifarius]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ. = [[δύο]], στον ίδ.
|lsmtext='''διφάσιος:''' [ᾰ], -α, -ον, = [[διπλάσιος]]·<br /><b class="num">I.</b> [[διττός]], [[διπλός]], [[διπλάσιος]], Λατ. [[bifarius]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ. = [[δύο]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διφάσιος:''' (ᾰ) двойственный, двоякий, pl. тж. два, двое: αἰτίαι διφάσιαι λέγονται τοῦ θανάτου Her. о причинах смерти (Поликрата) рассказываются две версии; διφασίοισι γράμμασι [[χρᾶσθαι]] Her. пользоваться двумя родами письмен.
}}
}}