δίστολος: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίστολος:''' -ον ([[στέλλω]]), [[ζευγαρωτός]], αυτός που βρίσκεται ανά ζεύγη, ανά [[δύο]], σε Σοφ.
|lsmtext='''δίστολος:''' -ον ([[στέλλω]]), [[ζευγαρωτός]], αυτός που βρίσκεται ανά ζεύγη, ανά [[δύο]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίστολος:''' двоякий, парный: [[δίστολοι]] ἀδελφαί Soph. две или обе сестры.
}}
}}