διάδυσις: Difference between revisions

nl
(3)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάδῠσις:''' -εως, ἡ, [[δίοδος]], [[πέρασμα]] μέσω, [[διάβαση]]· στον πληθ., υπεκφυγές, [[αποφυγή]] <i>τινος</i>, από [[κάτι]], σε Δημ.
|lsmtext='''διάδῠσις:''' -εως, ἡ, [[δίοδος]], [[πέρασμα]] μέσω, [[διάβαση]]· στον πληθ., υπεκφυγές, [[αποφυγή]] <i>τινος</i>, από [[κάτι]], σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=διάδυσις -εως, ἡ [διαδύομαι] uitvlucht.
}}
}}