παιδευτικός: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παιδευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην [[εκπαίδευση]]· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[εκπαίδευση]], σε Πλάτ.· ομοίως, <i>τὸ παιδευτικόν</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''παιδευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην [[εκπαίδευση]]· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[εκπαίδευση]], σε Πλάτ.· ομοίως, <i>τὸ παιδευτικόν</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=παιδευτικός -ή -όν [παιδεύω] opvoed-; subst. ἡ παιδευτική ( sc. τέχνη ) opvoedkunde; τὸ παιδευτικόν educatief nut.
}}
}}