κυνώπης: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῠνώπης:''' -ου, ὁ (ὤψ), αυτός που έχει μάτια σκύλου, δηλ. [[ξεδιάντροπος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως θηλ. κῠνῶπις, <i>-ιδος</i>, <i>ἡ</i>, σε Όμηρ.
|lsmtext='''κῠνώπης:''' -ου, ὁ (ὤψ), αυτός που έχει μάτια σκύλου, δηλ. [[ξεδιάντροπος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως θηλ. κῠνῶπις, <i>-ιδος</i>, <i>ἡ</i>, σε Όμηρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κυνώπης -ου [κύων, ὤψ] vocat. -ῶπα, als adj. met hondenogen, schaamteloos, brutaal.
}}
}}