πιστευτέον: Difference between revisions

nl
(6_20)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πιστευτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[πιστεύω]], δεῖ πιστεύειν, Πλάτ. Τίμ. 20Β, 40Ε, Στράβ. 702.
|lstext='''πιστευτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[πιστεύω]], δεῖ πιστεύειν, Πλάτ. Τίμ. 20Β, 40Ε, Στράβ. 702.
}}
{{elnl
|elnltext=πιστευτέον, adj. verb. van πιστεύω, er moet vertrouwd worden:. οὐκέτι πιστευτέα τῶν νῦν οὐδενί men moet niemand van de mensen van tegenwoordig meer vertrouwen Luc. 25.48.
}}
}}