διάλευκος: Difference between revisions

nl
(9)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[διάλευκος]], -ον)<br />[[κατάλευκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />σαφέστατος, [[ολοφάνερος]], [[ολοκάθαρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[ανάμικτος]] ή στολισμένος με [[λευκό]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[διάλευκος]], -ον)<br />[[κατάλευκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />σαφέστατος, [[ολοφάνερος]], [[ολοκάθαρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[ανάμικτος]] ή στολισμένος με [[λευκό]].
}}
{{elnl
|elnltext=διά-λευκος -ον stralend wit.
}}
}}