συγκεντέω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκεντέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κεντώ, [[κεντρίζω]] από κοινού, [[σουβλίζω]], [[τρυπώ]] συγχρόνως, Λατ. [[telis]] confodere, σε Ηρόδ. — Παθ. <i>ἔμελλε συγκεντήσεσθαι</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''συγκεντέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κεντώ, [[κεντρίζω]] από κοινού, [[σουβλίζω]], [[τρυπώ]] συγχρόνως, Λατ. [[telis]] confodere, σε Ηρόδ. — Παθ. <i>ἔμελλε συγκεντήσεσθαι</i>, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κεντέω overhoop steken.
}}
}}