προσμίγνυμι: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσμίγνῡμι:''' ή -[[μίσγω]], μέλ. -[[μίξω]], αόρ. αʹ <i>-έμιξα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ανακατεύω]] ή [[ενώνω]] με, [[συνάπτω]], <i>τί τινι</i>, σε Πλούτ.· μεταφ., [[προσμίγνυμι]] δεσπόταν [[κράτει]], τον [[οδηγώ]] σε σίγουρη [[νίκη]], σε Πίνδ.· και αντιστρόφως, [[προσμίγνυμι]] κίνδυνόν τινι, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., [[συναναστρέφομαι]] με, [[πλησιάζω]], <i>τινι</i>, σε Σοφ.· λέγεται για πράγματα, προσέμιξεν [[τοὖπος]] [[ἡμῖν]], ήρθε [[ξαφνικά]] κατά πάνω μας, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με εχθρική [[σημασία]], [[βαδίζω]] ενάντια, [[συναντώ]] στη [[μάχη]], συμπλέκομαι, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ.· [[πρός]] τινα, σε Θουκ.· απόλ., [[μάχομαι]], σε Ξεν.· <i>ἄποροι προσμίσγειν</i>, είναι δύσκολο να συμπλακεί [[κανείς]] με αυτούς από κοντά, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[έρχομαι]] ή [[πηγαίνω]] κοντά σε, <i>προσέμιξαν τῷτείχει</i>, σε Θουκ.· πρὸς [[τὰς]] ἐπάλξεις, στον ίδ.· [[αλλά]], πρὸς [[τὰς]] ἐντὸς ([[νέας]]) <i>προσμῖξαι</i>, να πλησιάσουν και να ενωθούν με αυτές, στον ίδ.· προσέμιξεν [[ἐγγὺς]] τοῦ στρατεύματος, ήρθε κοντά, προσέγγισε το [[στράτευμα]], στον ίδ.· ποιητ. με αιτ., μέλαθρα [[προσμίγνυμι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> <i>προσέμιξαν τῇ Νάξῳ</i>, <i>τῇ Πελοποννήσῳ</i>, αποβιβάστηκαν, αγκυροβόλησαν, σε Ηρόδ.· <i>τῷ Τάραντι προσμίσγειν</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''προσμίγνῡμι:''' ή -[[μίσγω]], μέλ. -[[μίξω]], αόρ. αʹ <i>-έμιξα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ανακατεύω]] ή [[ενώνω]] με, [[συνάπτω]], <i>τί τινι</i>, σε Πλούτ.· μεταφ., [[προσμίγνυμι]] δεσπόταν [[κράτει]], τον [[οδηγώ]] σε σίγουρη [[νίκη]], σε Πίνδ.· και αντιστρόφως, [[προσμίγνυμι]] κίνδυνόν τινι, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., [[συναναστρέφομαι]] με, [[πλησιάζω]], <i>τινι</i>, σε Σοφ.· λέγεται για πράγματα, προσέμιξεν [[τοὖπος]] [[ἡμῖν]], ήρθε [[ξαφνικά]] κατά πάνω μας, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με εχθρική [[σημασία]], [[βαδίζω]] ενάντια, [[συναντώ]] στη [[μάχη]], συμπλέκομαι, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ.· [[πρός]] τινα, σε Θουκ.· απόλ., [[μάχομαι]], σε Ξεν.· <i>ἄποροι προσμίσγειν</i>, είναι δύσκολο να συμπλακεί [[κανείς]] με αυτούς από κοντά, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[έρχομαι]] ή [[πηγαίνω]] κοντά σε, <i>προσέμιξαν τῷτείχει</i>, σε Θουκ.· πρὸς [[τὰς]] ἐπάλξεις, στον ίδ.· [[αλλά]], πρὸς [[τὰς]] ἐντὸς ([[νέας]]) <i>προσμῖξαι</i>, να πλησιάσουν και να ενωθούν με αυτές, στον ίδ.· προσέμιξεν [[ἐγγὺς]] τοῦ στρατεύματος, ήρθε κοντά, προσέγγισε το [[στράτευμα]], στον ίδ.· ποιητ. με αιτ., μέλαθρα [[προσμίγνυμι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> <i>προσέμιξαν τῇ Νάξῳ</i>, <i>τῇ Πελοποννήσῳ</i>, αποβιβάστηκαν, αγκυροβόλησαν, σε Ηρόδ.· <i>τῷ Τάραντι προσμίσγειν</i>, σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσμίγνυμι zie προσμείγνυμι.
}}
}}