στρωματοφύλαξ: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρωμᾰτοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αναλάβει τη [[φύλαξη]] των κλινοσκεπασμάτων ή των τραπεζομάντηλων, [[θαλαμηπόλος]] ή [[σερβιτόρος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''στρωμᾰτοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αναλάβει τη [[φύλαξη]] των κλινοσκεπασμάτων ή των τραπεζομάντηλων, [[θαλαμηπόλος]] ή [[σερβιτόρος]], σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=στρωματοφύλαξ -ακος, ὁ [στρῶμα, φύλαξ] iem. die zorgt voor het linnengoed (beddengoed, tafelkleden etc.).
}}
}}