κατεστράφατο: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατεστράφατο:''' Ιων. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του [[καταστρέφω]].
|lsmtext='''κατεστράφατο:''' Ιων. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του [[καταστρέφω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατεστράφατο Ion. indic. plqperf. med. 3 plur. van καταστρέφω.
}}
}}