3,273,773
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πηγή:''' Δωρ. [[παγά]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συνήθως]] στον πληθ., λέγεται για τρεχούμενα νερά, για τα ποτάμια, σε Όμηρ. κ.λπ.· διακρίνεται από το <i>κρουνὸς</i> ([[πηγή]] ή το [[στόμιο]] του πηγαδιού), <i>κρουνὼ δ' ἵκανον καλλιρρόω</i>, [[ἔνθα]] δὲ πηγαὶ δοιαὶ ἀναΐσσουσι, σε Ομήρ. Ιλ.· στον ενικ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., ποτάμια από δάκρυα, <i>πηγαὶ κλαυμάτων</i>, <i>δακρύων</i>, στον ίδ., Σοφ.· ομοίως, <i>πηγαὶ γάλακτος</i>, σε Σοφ.· <i>πόντου πηγαῖς</i>, με θαλασσινό [[νερό]], σε Ευρ.· παγαὶ [[πυρός]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κρήνη]], [[νάμα]], [[πηγή]], <i>πηγαὶ ἡλίου</i>, [[πηγή]] [[φωτός]], δηλ. η Ανατολή, σε Αισχύλ.· στον ενικ., λέγεται <i>πηγὴ ἀργύρου</i>, για τα [[μεταλλεία]] αργύρου στο Λαύριο, στον ίδ.· τῆς ἀκουούσης πηγῆς δι' [[ὤτων]], δηλ. η [[αίσθηση]] της ακοής, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[νάμα]], [[πηγή]], [[απαρχή]], <i>πηγὴ κακῶν</i>, σε Αισχύλ.· <i>ἡδονῶν</i>, <i>νοσημάτων</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''πηγή:''' Δωρ. [[παγά]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συνήθως]] στον πληθ., λέγεται για τρεχούμενα νερά, για τα ποτάμια, σε Όμηρ. κ.λπ.· διακρίνεται από το <i>κρουνὸς</i> ([[πηγή]] ή το [[στόμιο]] του πηγαδιού), <i>κρουνὼ δ' ἵκανον καλλιρρόω</i>, [[ἔνθα]] δὲ πηγαὶ δοιαὶ ἀναΐσσουσι, σε Ομήρ. Ιλ.· στον ενικ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., ποτάμια από δάκρυα, <i>πηγαὶ κλαυμάτων</i>, <i>δακρύων</i>, στον ίδ., Σοφ.· ομοίως, <i>πηγαὶ γάλακτος</i>, σε Σοφ.· <i>πόντου πηγαῖς</i>, με θαλασσινό [[νερό]], σε Ευρ.· παγαὶ [[πυρός]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κρήνη]], [[νάμα]], [[πηγή]], <i>πηγαὶ ἡλίου</i>, [[πηγή]] [[φωτός]], δηλ. η Ανατολή, σε Αισχύλ.· στον ενικ., λέγεται <i>πηγὴ ἀργύρου</i>, για τα [[μεταλλεία]] αργύρου στο Λαύριο, στον ίδ.· τῆς ἀκουούσης πηγῆς δι' [[ὤτων]], δηλ. η [[αίσθηση]] της ακοής, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[νάμα]], [[πηγή]], [[απαρχή]], <i>πηγὴ κακῶν</i>, σε Αισχύλ.· <i>ἡδονῶν</i>, <i>νοσημάτων</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πηγή -ῆς, ἡ, Dor. πᾱγᾱ́ bron:; πηγαὶ τοῦ Νείλου bronnen van de Nijl Hdt. 2.28.1; uitbr..; πυρὸς παγαί fonteinen van vuur Pind. P. 1.22; ἀργύρου πηγή zilvermijn Aeschl. Pers. 238; overdr. bron, oorsprong:. ἡλίου πηγαί de bronnen van de zon Aeschl. PV 809; αἱ τέχναι... ἃς πηγάς φασι τῶν καλῶν de kunsten die, zoals men zegt, de bron van al het schone zijn Xen. Cyr. 7.2.13; ἀρχαί... αὗται καὶ πηγαὶ τῶν στάσεών εἰσιν dat zijn beginpunten en oorzaken van burgertwisten Aristot. Pol. 1301b5. plur. stromend water:; Ὠκεανοῦ παρὰ πηγάς langs de stromen van Oceanus Hes. Th. 282; overdr.. πηγαὶ κλαυμάτων tranenstromen Aeschl. Ag. 888; πηγαὶ βοτρύων druivensap Eur. Cycl. 496; πηγαὶ τροφῆς τῷ γεννωμένῳ voedselstromen voor de pasgeborene Plat. Menex. 237e. | |||
}} | }} |