κακόστομος: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόστομος:''' -ον ([[στόμα]]), [[κακολόγος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κᾰκόστομος:''' -ον ([[στόμα]]), [[κακολόγος]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κακόστομος -ον [κακός, στόμα] kwaadsprekend:. λέσχας... κακοστόμους φιλεῖ hij is verzot op kwaadaardig geroddel Eur. IA 1001.
}}
}}