3,276,901
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κελαινώπας:''' -α, ὁ (ὤψ), αυτός που έχει μαύρο [[πρόσωπο]], [[μελαψός]], [[ζοφερός]], [[ανήλιαγος]], σε Σοφ.· θηλ. [[κελαινῶπις]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''κελαινώπας:''' -α, ὁ (ὤψ), αυτός που έχει μαύρο [[πρόσωπο]], [[μελαψός]], [[ζοφερός]], [[ανήλιαγος]], σε Σοφ.· θηλ. [[κελαινῶπις]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κελαινώπας -α [κελαινός, ὤψ] Dor., met donker gezicht, somber:. κελαινώπας θυμός somber gemoed Soph. Ai. 955. | |||
}} | }} |