συζεύγνυμι: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συζεύγνῡμι:''' μέλ. <i>-ζεύξω</i>, [[ζεύω]] στον ίδιο [[ζυγό]], [[ζευγαρώνω]] ή [[συνδέω]] στο [[ζυγό]], [[συνταιριάζω]], σε Ηρόδ., Ξεν.· [[ιδίως]] λέγεται για γάμο, σε Ευρ. κ.λπ. — Μέσ., [[βάζω]] τα ζώα στο [[ζυγό]] για λογαριασμό μου, σε Ξεν. — Παθ., είμαι ζεμένος ή βρίσκομαι [[ζευγάρι]] ή στο [[ζυγό]] μαζί, <i>τινι</i>, σε Ευρ.· απόλ., <i>συζυγέντες ὁμιλοῦσι</i>, ζουν σε [[στενή]] [[οικειότητα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συζεύγνῡμι:''' μέλ. <i>-ζεύξω</i>, [[ζεύω]] στον ίδιο [[ζυγό]], [[ζευγαρώνω]] ή [[συνδέω]] στο [[ζυγό]], [[συνταιριάζω]], σε Ηρόδ., Ξεν.· [[ιδίως]] λέγεται για γάμο, σε Ευρ. κ.λπ. — Μέσ., [[βάζω]] τα ζώα στο [[ζυγό]] για λογαριασμό μου, σε Ξεν. — Παθ., είμαι ζεμένος ή βρίσκομαι [[ζευγάρι]] ή στο [[ζυγό]] μαζί, <i>τινι</i>, σε Ευρ.· απόλ., <i>συζυγέντες ὁμιλοῦσι</i>, ζουν σε [[στενή]] [[οικειότητα]], σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=συζεύγνυμι, Att. ook ξυζεύγνυμι [σύν, ζεύγνυμι] samen onder het juk brengen, samen inspannen, van paarden; uitbr. van de kar, alleen med. inspannen. Xen. Cyr. 6.1.51. overdr. verbinden, koppelen, m. n. van personen in een huwelijk, met acc. en dat. of πρός + acc. iem. met iem.; vaak pass. met dat.: ἁ ψυχὰ τῷ σώματι συνέζευκται de ziel is gekoppeld aan het lichaam Philol. B 14; τίνι πότμῳ συνεζύγην; met welk lot ben ik verbonden? Eur. Hel. 255.
}}
}}