κυκλόω: Difference between revisions

1,021 bytes added ,  31 December 2018
nl
(5)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κυκλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, παρακ. <i>κεκύκλωκα</i> — Μέσ., μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκυκλωσάμην</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐκυκλώθην</i>· ([[κύκλος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[περικυκλώνω]], [[περιτριγυρίζω]], σε Ευρ.· ομοίως στην Μέσ., σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., είμαι περικυκλωμένος, σε Αισχύλ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> κινούμαι κυκλικά, περιστρέφομαι, σε Πίνδ., Ευρ. — Παθ. ή Μέσ., [[πηγαίνω]] σε κύκλο, [[πηγαίνω]] γύρω-γύρω, σε Ξεν.· μεταφ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[σχηματίζω]] σε κύκλο, <i>τόξα</i>, σε Ανθ. — Παθ., λέγεται για [[τόξο]], [[σχηματίζω]] κύκλο, σε Ευρ.· πρβλ. [[κυκλοτερής]].
|lsmtext='''κυκλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, παρακ. <i>κεκύκλωκα</i> — Μέσ., μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκυκλωσάμην</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐκυκλώθην</i>· ([[κύκλος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[περικυκλώνω]], [[περιτριγυρίζω]], σε Ευρ.· ομοίως στην Μέσ., σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., είμαι περικυκλωμένος, σε Αισχύλ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> κινούμαι κυκλικά, περιστρέφομαι, σε Πίνδ., Ευρ. — Παθ. ή Μέσ., [[πηγαίνω]] σε κύκλο, [[πηγαίνω]] γύρω-γύρω, σε Ξεν.· μεταφ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[σχηματίζω]] σε κύκλο, <i>τόξα</i>, σε Ανθ. — Παθ., λέγεται για [[τόξο]], [[σχηματίζω]] κύκλο, σε Ευρ.· πρβλ. [[κυκλοτερής]].
}}
{{elnl
|elnltext=κυκλόω [κύκλος] omsingelen, omgeven:; Ὠκεανός... κυκλοῖ χθόνα Oceanus omgeeft de aarde Eur. Or. 1379; vaak med.:, πόλισμα Κάδμου κυκλοῦνται zij omsingelen de stad van Cadmus Aeschl. Sept. 121, abs.:; κυκλούμενοι met een omsingelende beweging Hdt. 8.76.1; pass. omsingeld worden;. τὰ τείχη ’ Ιεριχὼ ἔπεσαν κυκλωθέντα ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας de muren van Jericho vielen nadat men er zeven dagen lang omheen gemarcheerd had NT Hebr. 11.30. ronddraaien, rondzwaaien:. κυκλώσω δαλὸν ἐν... Κύκλωπος ὄψει ik zal de brandende fakkel in het oog van de Cycloop draaien Eur. Cycl. 462. een ronde vorm geven, buigen:; κ. τόξα een boog spannen AP 12.82.3; pass.: κυκλοῦτο δ ’ ὥστε τόξον (de boom) werd gebogen als een boog Eur. Ba. 1066; ( τάφρος ) κυκλωθεῖσα (een gracht) die eromheen was gelegd Plat. Crit. 118d.
}}
}}