σκορπίος: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκορπίος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> σκορπιός, σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> πολεμική [[μηχανή]] που εκτόξευε βέλη, σε Πλούτ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''σκορπίος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> σκορπιός, σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> πολεμική [[μηχανή]] που εκτόξευε βέλη, σε Πλούτ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=σκορπίος -ου, ὁ schorpioen schorpioen (dier). ὁ Σκορπίος Schorpioen, Scorpio (sterrenbeeld). schorpioenvis. Hp. Vict. 2.48. milit. een katapultachtig wapen om pijlen mee af te schieten: schorpioen. Plut. Marc. 15.
}}
}}