στασιώδης: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στᾰσιώδης:''' -ες, [[στασιαστικός]], [[αντάρτικος]], σε Αριστ.· [[εριστικός]], σε Ξεν.
|lsmtext='''στᾰσιώδης:''' -ες, [[στασιαστικός]], [[αντάρτικος]], σε Αριστ.· [[εριστικός]], σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=στασιώδης -ες [στάσις] opstandig, oproerig. ruzie-achtig, twistziek.. Xen. Mem. 2.6.4.
}}
}}