καταμάω: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταμάω:''' χρησιμ. στον Όμηρ. [[άπαξ]] στον Επικ. Μέσ. αόρ. αʹ <i>κατ-ᾰμήσατο</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[συλλέγω]], [[συσσωρεύω]], [[συναθροίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στην Ενεργ., [[περικόπτω]], [[θερίζω]] όπως το [[σιτάρι]] (πρβλ. [[ἀμάω]]), σε Σοφ.
|lsmtext='''καταμάω:''' χρησιμ. στον Όμηρ. [[άπαξ]] στον Επικ. Μέσ. αόρ. αʹ <i>κατ-ᾰμήσατο</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[συλλέγω]], [[συσσωρεύω]], [[συναθροίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στην Ενεργ., [[περικόπτω]], [[θερίζω]] όπως το [[σιτάρι]] (πρβλ. [[ἀμάω]]), σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-αμάω neermaaien:. κατ ’ αὖ νιν φοινία... ἀμᾷ κοπίς hem maait het bebloede mes nu op zijn beurt neer Soph. Ant. 601 (tmesis).<br />κατ-αμάω, med., verzamelen:. τήν... καταμήσατο χερσὶν ἑῇσι dit (vuil) had hij met eigen handen verzameld Il. 24.165.
}}
}}