συσχολάζω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συσχολάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, είμαι [[συμμαθητής]] ή [[σύντροφος]] κάποιου στα μαθήματα φιλοσοφίας ή στις φιλοσοφικές αναζητήσεις, περνώ τον καιρό μου μαζί με κάποιον, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συσχολάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, είμαι [[συμμαθητής]] ή [[σύντροφος]] κάποιου στα μαθήματα φιλοσοφίας ή στις φιλοσοφικές αναζητήσεις, περνώ τον καιρό μου μαζί με κάποιον, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=συ-σχολάζω samen (met...) de vrije tijd doorbrengen; met μετά + gen. met iem. in de leer zijn bij, leerling zijn van, met dat.
}}
}}