στηρίζω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στηρίζω:''' αόρ. αʹ <i>ἐστήριξα</i>, Επικ. <i>στήριξα</i>, μεταγεν. <i>ἐστήρισα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐστηριξάμην</i>· Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐστηρίχθην</i>· παρακ. <i>ἐστήριγμαι</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐστήρικτο</i> ([[στῆναι]])·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[σταθεροποιώ]], [[υποστηρίζω]], [[στερεώνω]], [[τοποθετώ]], [[καθιστώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λίθον κατὰ χθονὸς ἐστήριξε</i>, έστησε στέρεα την [[πέτρα]] στο [[έδαφος]], σε Ησίοδ. — Μέσ., [[στερεώνω]], [[θεμελιώνω]] για τον εαυτό μου, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ενισχύω]], [[στερεώνω]], [[καθιδρύω]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ. = Παθ., <i>στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[κῦμα]] οὐρανῷ στηρίζον, [[κύμα]] που υψώνεται ως τον ουρανό, σε Ευρ.· και μεταφ. [[κλέος]] οὐρανῷ στηρίζον, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ασθένειες, εγκαθίσταμαι, [[εμφωλεύω]], [[καταλήγω]], [[απολήγω]], [[γίνομαι]] [[φανερός]] σε συγκεκριμένο [[μέλος]] του σώματος, [[ὁπότε]] εἰς τὴν καρδίαν στηρίξαι (ενν. ἡ [[νόσος]]), σε Θουκ. <b>Β.</b> Παθ. και Μέσ.·<br /><b class="num">1.</b> είμαι στέρεα τοποθετημένος, μπήγομαι, είμαι [[σταθερός]], [[ευσταθής]], [[ακλόνητος]]· <i>στηρίξασθαι</i>, [[στέκομαι]] [[σταθερά]], γερά στα πόδια μου, σε Ομήρ. Ιλ.· δώματα πρὸς οὐρανὸν [[ἐστήρικται]], το [[σπίτι]] υψώνεται προς τον ουρανό στηριγμένο σε κολόνες, σε Ησίοδ.· ομοίως, <i>ὀρθὴ δ' ἐς ὀρθὸν αἰθέρ' ἐστηρίξατο</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ὅπου]] στηρίζει [[ποτέ]], [[οπουδήποτε]] μένεις, παραμένεις, σε Σοφ.
|lsmtext='''στηρίζω:''' αόρ. αʹ <i>ἐστήριξα</i>, Επικ. <i>στήριξα</i>, μεταγεν. <i>ἐστήρισα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐστηριξάμην</i>· Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐστηρίχθην</i>· παρακ. <i>ἐστήριγμαι</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐστήρικτο</i> ([[στῆναι]])·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[σταθεροποιώ]], [[υποστηρίζω]], [[στερεώνω]], [[τοποθετώ]], [[καθιστώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λίθον κατὰ χθονὸς ἐστήριξε</i>, έστησε στέρεα την [[πέτρα]] στο [[έδαφος]], σε Ησίοδ. — Μέσ., [[στερεώνω]], [[θεμελιώνω]] για τον εαυτό μου, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ενισχύω]], [[στερεώνω]], [[καθιδρύω]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ. = Παθ., <i>στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[κῦμα]] οὐρανῷ στηρίζον, [[κύμα]] που υψώνεται ως τον ουρανό, σε Ευρ.· και μεταφ. [[κλέος]] οὐρανῷ στηρίζον, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ασθένειες, εγκαθίσταμαι, [[εμφωλεύω]], [[καταλήγω]], [[απολήγω]], [[γίνομαι]] [[φανερός]] σε συγκεκριμένο [[μέλος]] του σώματος, [[ὁπότε]] εἰς τὴν καρδίαν στηρίξαι (ενν. ἡ [[νόσος]]), σε Θουκ. <b>Β.</b> Παθ. και Μέσ.·<br /><b class="num">1.</b> είμαι στέρεα τοποθετημένος, μπήγομαι, είμαι [[σταθερός]], [[ευσταθής]], [[ακλόνητος]]· <i>στηρίξασθαι</i>, [[στέκομαι]] [[σταθερά]], γερά στα πόδια μου, σε Ομήρ. Ιλ.· δώματα πρὸς οὐρανὸν [[ἐστήρικται]], το [[σπίτι]] υψώνεται προς τον ουρανό στηριγμένο σε κολόνες, σε Ησίοδ.· ομοίως, <i>ὀρθὴ δ' ἐς ὀρθὸν αἰθέρ' ἐστηρίξατο</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ὅπου]] στηρίζει [[ποτέ]], [[οπουδήποτε]] μένεις, παραμένεις, σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=στηρίζω [~ στερέος] aor. ἐστήριξα en ἐστήρισα, ep. στήριξα, pass. ἐστηρίχθην; perf. med. - pass. ἐστήριγμαι, inf. ἐστηρίχθαι; fut. στηρίξω en στηρίζω met acc. vastzetten, doen steunen, drukken;; ἅς τε ἐν νεφεϊ στήριξε Κρονίων (regenbogen) die de zoon van Kronos in de wolken heeft vastgezet Il. 11.28; met dat.:; οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη (Eris) laat haar hoofd tegen de hemel leunen Il. 4.443; pass.. μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται tussen ons en jullie ligt er een wijde kloof ( lett. is er een wijde kloof vastgezet) NT Luc. 16.26. overdr. sterken, standvastig maken:. στήρισον τοὺς ἀδελφούς σου jij moet je broeders sterken NT Luc. 22.32. intrans., meestal med., ook act. zich vastzetten (tegen), steunen (op), (zich) drukken (tegen):; οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι maar hij kon geen stevige steun vinden voor zijn voeten Il. 21.242; vgl. act..; στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον stevige steun vinden voor zijn voeten Od. 12.434; κίοσιν... πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται (het huis van Styx) steunt met zijn zuilen tegen de hemel Hes. Th. 779; στηρίξασθαι τῇ πτέρνῃ ἰσχυρῶς hard op zijn hiel terecht komen Hp. Fract. 11; ὀρθὴ δ ’ ἐς ὀρθὸν αἰθέρ ’( α ) ἐστηρίζετο (de denneboom) richtte zich rechtop recht de hemel in Eur. Ba. 1073; act..; πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριζε φῶς een lichtflits zocht steun tegen de hemel en tegen de aarde (d.w.z. maakte contact met beide) Eur. Ba. 1083; overdr.. κακὸν κακῷ ἐστήρικτο ramp lag gestapeld op ramp Il. 16.111; ὁπότε ἐς τὴν καρδίαν στηρίξειεν wanneer (de ziekte) zich vastzette in het hart Thuc. 2.49.3; εἰ … πρός … τὸ ὀστέον καὶ ἐς τὸ ὀστέον στηρίξειε τὸ βέλος als het projectiel zich heeft vastgezet tegen het bot en (is doorgedrongen) tot in het bot Hp. VC 12.
}}
}}