3,276,901
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προΐστημι:''' μέλ. <i>-στήσω</i>, αόρ. αʹ [[προὔστησα]], μτχ. <i>προστήσας</i>, απαρ. <i>προστῆσαι</i>·<br /><b class="num">Α.</b> Μτβ. σε αυτούς τους χρόνους, [[καθώς]] επίσης σε ενεστ. και Μέσ. αόρ. αʹ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στήνω]] από [[πριν]] ή [[εμπρός]], <i>προστήσας</i> (<i>σε</i>) <i>Τρωσὶ μάχεσθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[στήνω]], [[τοποθετώ]] πάνω από τους άλλους, με γεν., σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[κυρίως]] στον αόρ. αʹ, [[τοποθετώ]] κάποιον [[μπροστά]] μου, [[εκλέγω]] κάποιον ως αρχηγό, σε Ηρόδ.· με γεν., προΐσασθαι τουτονὶ [[ἑαυτοῦ]], [[θέτω]] κάποιον ως οδηγό μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[τοποθετώ]] [[εμπρός]] μου, [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], [[προβάλλω]] ως [[δικαιολογία]], [[προφασίζομαι]], τὰ [[τῶν]] Ἀμφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι, σε Δημ.· με γεν., [[χρησιμοποιώ]] ένα [[πράγμα]] ως [[πρόφαση]] για [[κάτι]] [[άλλο]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[προτιμώ]], [[εκτιμώ]] κάποιον ανώτερο από κάποιον [[άλλο]], <i>τινά τινος</i>, σε Πλάτ. <b>Β.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ [[προὔστην]], παρακ. <i>προέστηκα</i>, Ιων. βʹ πληθ. [[προέστατε]], απαρ. <i>προεστάναι</i>, μτχ. [[προεστώς]], Παθ. αόρ. αʹ <i>προεστάθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τοποθετώ]] τον εαυτό μου [[μπροστά]], [[στέκομαι]] [[μπροστά]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[πλησιάζω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ., [[στέκομαι]] [[μπροστά]], [[απέναντι]], ή [[αντιμετωπίζω]] τον [[άλλο]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., είμαι τοποθετημένος [[επάνω]], είμαι η κύρια [[δύναμη]], <i>τῆς Ἑλλάδος</i>, [[τῶν]] Ἀρκάδων, σε Ηρόδ.· είμαι στην [[κορυφή]] της συντροφιάς, [[ενεργώ]] ως [[αρχηγός]] ή [[οδηγός]], <i>τῶνπαράλων</i>, [[τῶν]] ἐκ τοῦ πεδίου, στον ίδ.· <i>τοῦ δήμου</i>, σε Θουκ.· απ' όπου απόλ., <i>οἱ προεστῶτες</i>, Ιων. <i>-εῶτες</i>, οδηγοί, αρχηγοί, ηγέτες, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> δηλώνει ποικίλες σχέσεις, [[κυβερνώ]], [[διευθύνω]], [[διοικώ]], οὐκ [[ὀρθῶς]] [[σεωυτοῦ]] προέστηκας, δεν κυβερνάς [[καλά]] τον εαυτό [[σου]], σε Ηρόδ.· προέστηκα τοῦ [[ἑαυτοῦ]] βίου, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[στέκομαι]] [[μπροστά]] έτσι ώστε να [[οδηγώ]] αυτόν, σε Ηρόδ.· <i>πρόστητε τύχης</i>, ο [[υπερασπιστής]] μας ενάντια στη [[μοίρα]], σε Σοφ.· <i>ὁ προστὰς τῆς εἰρήνης</i>, [[προστάτης]] της ειρήνης, σε Αισχίν.· επίσης, <i>προὐστήτην φόνου</i>, ήταν πρωτεργάτες του φονικού, σε Σοφ.· απόλ., <i>βέλεα ἀρωγὰ προσταθέντα</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''προΐστημι:''' μέλ. <i>-στήσω</i>, αόρ. αʹ [[προὔστησα]], μτχ. <i>προστήσας</i>, απαρ. <i>προστῆσαι</i>·<br /><b class="num">Α.</b> Μτβ. σε αυτούς τους χρόνους, [[καθώς]] επίσης σε ενεστ. και Μέσ. αόρ. αʹ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στήνω]] από [[πριν]] ή [[εμπρός]], <i>προστήσας</i> (<i>σε</i>) <i>Τρωσὶ μάχεσθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[στήνω]], [[τοποθετώ]] πάνω από τους άλλους, με γεν., σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[κυρίως]] στον αόρ. αʹ, [[τοποθετώ]] κάποιον [[μπροστά]] μου, [[εκλέγω]] κάποιον ως αρχηγό, σε Ηρόδ.· με γεν., προΐσασθαι τουτονὶ [[ἑαυτοῦ]], [[θέτω]] κάποιον ως οδηγό μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[τοποθετώ]] [[εμπρός]] μου, [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], [[προβάλλω]] ως [[δικαιολογία]], [[προφασίζομαι]], τὰ [[τῶν]] Ἀμφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι, σε Δημ.· με γεν., [[χρησιμοποιώ]] ένα [[πράγμα]] ως [[πρόφαση]] για [[κάτι]] [[άλλο]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[προτιμώ]], [[εκτιμώ]] κάποιον ανώτερο από κάποιον [[άλλο]], <i>τινά τινος</i>, σε Πλάτ. <b>Β.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ [[προὔστην]], παρακ. <i>προέστηκα</i>, Ιων. βʹ πληθ. [[προέστατε]], απαρ. <i>προεστάναι</i>, μτχ. [[προεστώς]], Παθ. αόρ. αʹ <i>προεστάθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τοποθετώ]] τον εαυτό μου [[μπροστά]], [[στέκομαι]] [[μπροστά]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[πλησιάζω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ., [[στέκομαι]] [[μπροστά]], [[απέναντι]], ή [[αντιμετωπίζω]] τον [[άλλο]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., είμαι τοποθετημένος [[επάνω]], είμαι η κύρια [[δύναμη]], <i>τῆς Ἑλλάδος</i>, [[τῶν]] Ἀρκάδων, σε Ηρόδ.· είμαι στην [[κορυφή]] της συντροφιάς, [[ενεργώ]] ως [[αρχηγός]] ή [[οδηγός]], <i>τῶνπαράλων</i>, [[τῶν]] ἐκ τοῦ πεδίου, στον ίδ.· <i>τοῦ δήμου</i>, σε Θουκ.· απ' όπου απόλ., <i>οἱ προεστῶτες</i>, Ιων. <i>-εῶτες</i>, οδηγοί, αρχηγοί, ηγέτες, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> δηλώνει ποικίλες σχέσεις, [[κυβερνώ]], [[διευθύνω]], [[διοικώ]], οὐκ [[ὀρθῶς]] [[σεωυτοῦ]] προέστηκας, δεν κυβερνάς [[καλά]] τον εαυτό [[σου]], σε Ηρόδ.· προέστηκα τοῦ [[ἑαυτοῦ]] βίου, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[στέκομαι]] [[μπροστά]] έτσι ώστε να [[οδηγώ]] αυτόν, σε Ηρόδ.· <i>πρόστητε τύχης</i>, ο [[υπερασπιστής]] μας ενάντια στη [[μοίρα]], σε Σοφ.· <i>ὁ προστὰς τῆς εἰρήνης</i>, [[προστάτης]] της ειρήνης, σε Αισχίν.· επίσης, <i>προὐστήτην φόνου</i>, ήταν πρωτεργάτες του φονικού, σε Σοφ.· απόλ., <i>βέλεα ἀρωγὰ προσταθέντα</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-ΐστημι, sigm. aor. προύστησα en προέστησα, med. προυστησάμην en\n προεστησάμην, stamaor. προύστην en προέστην; aor. pass. προεστάθην; perf. προέστηκα, plqperf. προειστήκειν met acc., causat. ( praes., fut., en sigm. aor. προύστησα, προυστησάμην, en aor. pass. προυστάθην ) vooraan stellen, vooraan plaatsen ( act. en med. ):; οἶον προστήσας πρὸ Ἀχαιῶν Τρωσὶ μάχεσθαι omdat ik je in je eentje vooraan heb opgesteld om als voorvechter van de Grieken met de Trojanen te strijden Il. 4.156; π. τὰ ἅρματα de strijdwagens vooraan opstellen Xen. Hell. 4.1.18; ter bescherming, pass..; βέλεα... ἀρωγὰ προσταθέντα pijlen die als hulp ter bescherming geboden worden Soph. OT 206; ervoor plaatsen:; σκίπωνα π. een staf voor (de deur) zetten Hdt. 4.172.2; naar voren brengen:. προστησώμεθα... Τύρταιον laten we Tyrtaeus als voorbeeld nemen Plat. Lg. 629a; τί τάδε προυστήσω λόγῳ; waarom heb je dat naar voren gebracht in je betoog? Eur. Cycl. 319. aan het hoofd stellen (van), als leider kiezen (van) ( med. ): met acc. en gen..; ἕνα τινὰ ἀεὶ δῆμος εἴωθεν... προίστασθαι ἑαυτοῦ het volk heeft de gewoonte steeds één enkele figuur als zijn leider aan te stellen Plat. Resp. 565c; προΐσταται Στέφανον... αὐτῆς zij kiest Stephanos als haar legale beschermheer Apollod. [Dem.] 59.37; overdr..; ὦτα τοῦ νοῦ προστησάμενοι omdat ze hun oren de leiding geven over hun verstand (d.w.z. wat ze horen stellen boven wat ze denken) Plat. Resp. 531b; overdr. voorop stellen (in), het belangrijkste maken (van):. τοῦτο προστήσασθαι τοῦ ἑαυτοῦ βίου dat in zijn leven vooropstellen Plat. Resp. 599a; τοῦ μὲν ἀγῶνος ὅλου τὴν πρὸς ἔμ ’ ἔχθραν προΐσταται zijn persoonlijke vijandschap jegens mij laat hij de boventoon voeren in dit hele proces Dem. 18.15. med.-pass. ( praes., stamaor. προέστην, perf. προέστηκα ), meestal met dat. voor... gaan staan:; ἦ σοὶ γὰρ Αἴας πολέμιος προὔστη ποτέ; heeft Aias zich dan ooit vijandig opgesteld tegenover jou? Soph. Ai. 1133; met acc. smeken:; ἡ σε πολλά... προυστην ik die u vaak gesmeekt heb Soph. El. 1378; overdr. beschermen: met gen.. πρόστητ ’ ἀναγκαίας τύχης bescherm mij tegen het onafwendbare lot Soph. Ai. 803. aan het hoofd gaan staan: abs. subst. ptc..; οἱ ἐν ταῖς πόλεσι προστάντες degenen die in de steden aan de macht waren gekomen Thuc. 3.82.8; meestal perf. aan het hoofd staan (van), de leiding hebben (over); met gen..; τῶν Σκυθέων οἱ προεστεῶτες de leiders van de Skythen Hdt. 4.79.5; οὐδὲν ὅμοιόν ἐστι χοροῦ τε καὶ στρατεύματος προεστάναι het is zeker niet hetzelfde leider van een koor of van een leger te zijn Xen. Mem. 3.4.3; οὐκ ὀρθῶς σεωυτοῦ προέστηκας u leidt uzelf niet op de juiste manier Hdt. 2.173.2; τοῦ ἑαυτοῦ βίου καλῶς προεστηκέναι goed leiding geven aan zijn eigen leven Xen. Mem. 3.2.2; abs..; οἱ προεστηκότες ἐν ταῖς πόλεσι de leidende figuren in de stad Xen. Hell. 3.5.1; overdr. overtreffen:. πάντων... προστᾶσα εὐψυχίᾳ allen in dapperheid overtreffend Plat. Tim. 25b. | |||
}} | }} |