3,277,300
edits
(3) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δεδοκημένος:''' ανωμ. μτχ. του [[δέχομαι]] (Ιων. [[δέκομαι]]), με Ενεργ. [[σημασία]], αυτός που αναμένει, περιμένει σε [[ενέδρα]], αυτός που υποδέχεται, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· δεν πρέπει να συγχέεται με το Αττ. [[δεδόκημαι]] από το [[δοκέω]]. | |lsmtext='''δεδοκημένος:''' ανωμ. μτχ. του [[δέχομαι]] (Ιων. [[δέκομαι]]), με Ενεργ. [[σημασία]], αυτός που αναμένει, περιμένει σε [[ενέδρα]], αυτός που υποδέχεται, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· δεν πρέπει να συγχέεται με το Αττ. [[δεδόκημαι]] από το [[δοκέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δεδοκημένος ptc. perf. med.-pass. van δοκέω. | |||
}} | }} |