πεύκινος: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεύκινος:''' -η, -ον ([[πεύκη]]), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από [[πεύκο]] ή [[ξύλο]] πεύκου, σε Σοφ.· <i>πεύκινα δάκρυα</i>, τα δάκρυα του πεύκου, δηλ. οι σταγόνες ρετσινιού που στάζουν από το [[πεύκο]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πεύκινος:''' -η, -ον ([[πεύκη]]), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από [[πεύκο]] ή [[ξύλο]] πεύκου, σε Σοφ.· <i>πεύκινα δάκρυα</i>, τα δάκρυα του πεύκου, δηλ. οι σταγόνες ρετσινιού που στάζουν από το [[πεύκο]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πεύκινος -η -ον [πεύκη] pijnboom-:; πεύκινον δάκρυ pijnboomhars Eur. Med. 1200; van pijnboomhout.
}}
}}