κόριον: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόριον:''' τό, υποκορ. του [[κόρη]], σε Θεόκρ.· Δωρ. [[κώριον]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κόριον:''' τό, υποκορ. του [[κόρη]], σε Θεόκρ.· Δωρ. [[κώριον]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=κόριον -ου, τό, demin. van κόρη, meisje.<br />κόριον -ου, τό [~ κορίαννον] koriander (kruid).
}}
}}