κατόπτης: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατόπτης:''' -ου, ὁ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κατάσκοπος]], [[ανιχνευτής]], σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[επιστάτης]], [[επόπτης]], [[τῶν]] πραγμάτων, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κατόπτης:''' -ου, ὁ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κατάσκοπος]], [[ανιχνευτής]], σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[επιστάτης]], [[επόπτης]], [[τῶν]] πραγμάτων, σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατόπτης -ου, ὁ [καθοράω] spion. ooggetuige, toeschouwer.
}}
}}