3,274,498
edits
(3) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διᾱκονέω:''' Ιων. διηκ-, παρατ. <i>ἐδιακόνουν</i>, μεταγεν. [[τύπος]] <i>διηκόνουν</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>διηκόνησα</i>, παρακ. <i>δεδιηκόνηκα</i> — Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐδιακονήθην</i>, παρακ. <i>δεδιακόνημαι</i> ([[διάκονος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]] κάποιον, [[υπηρετώ]], [[προσφέρω]] υπηρεσίες, απόλ., σε Ευρ.· <i>τινί</i>, σ' ένα [[πρόσωπο]], σε Δημ.· δ. [[πρός]] τι, είμαι [[ωφέλιμος]] σε, σε Πλάτ. — Μέσ., [[φροντίζω]] τις ανάγκες μου, σε Σοφ.· [[αὐτῷ]] διακονεῖσθαι, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[διάκονος]] στην [[εκκλησία]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[χορηγώ]], [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], Λατ. ministrare, <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ. — Παθ., παρέχομαι, προσφέρομαι, χορηγούμαι, σε Δημ. | |lsmtext='''διᾱκονέω:''' Ιων. διηκ-, παρατ. <i>ἐδιακόνουν</i>, μεταγεν. [[τύπος]] <i>διηκόνουν</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>διηκόνησα</i>, παρακ. <i>δεδιηκόνηκα</i> — Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐδιακονήθην</i>, παρακ. <i>δεδιακόνημαι</i> ([[διάκονος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]] κάποιον, [[υπηρετώ]], [[προσφέρω]] υπηρεσίες, απόλ., σε Ευρ.· <i>τινί</i>, σ' ένα [[πρόσωπο]], σε Δημ.· δ. [[πρός]] τι, είμαι [[ωφέλιμος]] σε, σε Πλάτ. — Μέσ., [[φροντίζω]] τις ανάγκες μου, σε Σοφ.· [[αὐτῷ]] διακονεῖσθαι, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[διάκονος]] στην [[εκκλησία]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[χορηγώ]], [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], Λατ. ministrare, <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ. — Παθ., παρέχομαι, προσφέρομαι, χορηγούμαι, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διακονέω [διάκονος] dienaar zijn, diensten verrichten, dienen:; ὡς βλακικῶς διακονεῖς wat ben je een luie dienaar! Aristoph. Av. 1323; met dat.:; δεσπότῃ δ. een meester dienen Dem. 19.69; met acc. v. h. inw. obj.:; πολλὰ τῶν... διακονικῶν ἔργων... διακονεῖν vele taken van dienstbaarheid verrichten Aristot. Pol. 1333a8; ook med.:; κἄδει τι... μόνον διακονεῖσθαι ik moest me in mijn eentje maar zien te bedruipen Soph. Ph. 287; van dienst zijn met, met dat. en acc.:; ἦ μέν οἱ διακονήσειν ὅ τι ἂν δεηθῇ (zweren) dat hij hem van dienst zou zijn in alles wat hij vroeg Hdt. 4.154.3; christ. diaken zijn. | |||
}} | }} |