3,277,300
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμπιέζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[πιέζω]] μαζί ή [[συνθλίβω]], [[αρπάζω]] [[δυνατά]], [[συσφίγγω]], [[μαγκώνω]], σε Πλάτ. — Παθ., συνθλίβομαι, στριμώχνομαι, σε Ξεν. | |lsmtext='''συμπιέζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[πιέζω]] μαζί ή [[συνθλίβω]], [[αρπάζω]] [[δυνατά]], [[συσφίγγω]], [[μαγκώνω]], σε Πλάτ. — Παθ., συνθλίβομαι, στριμώχνομαι, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμ-πιέζω, inf. aor. pass. συμπιασθῆναι samendrukken, comprimeren; overdr. pass.. συμπιασθῆναι vermageren Hp. bij elkaar grijpen, vastgrijpen:. τὰς ἐπὶ τῷ αὐχένι τρίχας de haren in mijn nek Plat. Phaed. 89b; πᾶν ὃ μὴ δυνατοὶ ταῖς χερσὶ συμπιέζειν εἰσίν alles wat ze niet met de handen kunnen vastgrijpen Plat. Sph. 247c. | |||
}} | }} |