κλῆμα: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλῆμα:''' -ατος, τό ([[κλάω]])· [[κλαδί]] αμπελιού, Λατ. [[palmes]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· γενικά, [[τεμάχιο]], [[εμβολή]], σε Ξεν.· μεταφ., <i>ἀνατέμνειν τὰ κλ. τὰ τοῦ δήμου</i>, σε Δημ.· η από [[κλήμα]] [[ράβδος]] του Ρωμαίου εκατόνταρχου, Λατ. [[vitis]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''κλῆμα:''' -ατος, τό ([[κλάω]])· [[κλαδί]] αμπελιού, Λατ. [[palmes]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· γενικά, [[τεμάχιο]], [[εμβολή]], σε Ξεν.· μεταφ., <i>ἀνατέμνειν τὰ κλ. τὰ τοῦ δήμου</i>, σε Δημ.· η από [[κλήμα]] [[ράβδος]] του Ρωμαίου εκατόνταρχου, Λατ. [[vitis]], σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κλῆμα -ατος, τό [κλάω] tak, spec. wijnrank. stok, staf, van Romeinse centurio ( Lat. vitis ).
}}
}}