διάλλομαι: Difference between revisions

nl
(3)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάλλομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ηλάμην</i>, αποθ., [[πηδώ]] δια μέσου, <i>τάφρον</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''διάλλομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ηλάμην</i>, αποθ., [[πηδώ]] δια μέσου, <i>τάφρον</i>, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=δι-άλλομαι overheen springen.
}}
}}