παροδεύω: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παροδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[διέρχομαι]], περνώ, [[διαβαίνω]], [[παρέρχομαι]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[πηγαίνω]], περνώ από δίπλα, [[προσπερνώ]], σε Λουκ.
|lsmtext='''παροδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[διέρχομαι]], περνώ, [[διαβαίνω]], [[παρέρχομαι]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[πηγαίνω]], περνώ από δίπλα, [[προσπερνώ]], σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=παροδεύω [πάροδος] voorbijgaan; voorbij... gaan, door... heen gaan.
}}
}}